- μεταμείβω
- μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α)1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.)2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.)3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει», Ευρ.)4. μέσ. μεταμείβομαιμεταβάλλω κατάσταση απαλλασσόμενος από κάτι («ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)*- + ἀμείβω «ανταλλάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.